σάνδαλον

σάνδαλον
σάνδᾰλ-ον, τό,
A sandal, Eup.295; mostly in pl., sandals, h.Merc. 79,83,139, etc.; [dialect] Aeol. [full] σάμβᾰλον Eumel.13 K., Sapph.98, AP6.267 (Diotim.).
II a flat fish, Matro Conv.76; also [full] σανδάλιον, identified by Hsch. with ψῆττα, but distinguished from it by Alciphr.1.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σάνδαλον — sandal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάνδαλον — το, ΜΑ βλ. σάνδαλο …   Dictionary of Greek

  • σανδάλοιν — σάνδαλον sandal neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σανδάλοις — σάνδαλον sandal neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σανδάλου — σάνδαλον sandal neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σανδάλων — σάνδαλον sandal neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σανδάλῳ — σάνδαλον sandal neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάνδαλα — σάνδαλον sandal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάνδαλο — το / σάνδαλον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σάμβαλον, Α το σανδάλι αρχ. ψάρι με πλατύ σχήμα, αλλ. σανδάλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. ανατολικής προέλευσης. Η εναλλαγή τών συμφωνικών συμπλεγμάτων νδ / μβ στους τ. σάνδαλον, σάμβαλον οδηγεί στο συμπέρασμα… …   Dictionary of Greek

  • σανδάλι — Όνομα δύο οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (34 κάτ., υψόμ. 350 μ.), στην επαρχία Σητείας, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κατσιδωνίου. 2. Πεδινός οικισμός (152 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Γιαννιτσών του νομού… …   Dictionary of Greek

  • сандалия — русск. цслав., ст. слав. сан(ъ)далии σανδάλιον (Остром., Мар., Зогр.) Из греч. σανδάλιον, но сандалы мн., вероятно, заимств. с запада через ит. sandala от лат. sandalium. Первоисточником этих слов является греч. σάνδαλον, лесб. σάμβαλον… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”